Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα δένδρο στην άκρη ενός όμορφου κήπου. Ένα δένδρο μοναχικό, ψηλό και γέρικο, τόσο γέρικο που είχε δει με τα μάτια του πράματα και θάματα. Κάθε μέρα μιλούσε με τον αέρα που του χάιδευε τα κλαδιά και του έλεγε ιστορίες για άλλα δένδρα που ζούσαν παλιότερα εκεί. Μιλούσε στη βροχή όταν ερχόταν και της έλεγε για τις εποχές που τα παιδιά έρχονταν στον κορμό του, τρύπωναν στην κουφάλα του και κρεμούσαν από τα κλαδιά του κούνιες. Το δένδρο ήταν πια το μόνο που είχε μείνει στον όμορφο κήπο, τον οποίο πλέον περιτριγύριζαν μόνο κρύες πολυκατοικίες.
Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, το δένδρο δεν το επισκέφτηκε ούτε ο αέρας, ο οποίος έπαιζε με κάποιες βάρκες στη θάλασσα, ούτε η βροχή η οποία πήγε για διακοπές σε μέρη μακρινά μέχρι να ξαναέρθει το φθινόπωρο όπως είχε πει. Μέσα στην ανυπόφορη ζέστη, τη σιγή του κήπου που τη συμπλήρωναν μόνο τα τζιτζίκια με τα τραγούδια τους, την έσπασε η φωνή ενός παιδιού. Το δένδρο σάστισε… «Χρόνια ολόκληρα έχει να με επισκεφτεί παιδί» σκέφτηκε. Το παιδί πλησίασε και κάθισε στη σκιά του δένδρου. Μόλις, δροσίστηκε λιγάκι κάτω από τις φυλλωσιές του δένδρου, το παιδί άρπαξε τη μπάλα που είχε μαζί του και άρχιζε να παίζει πετώντας την πάνω στον κορμό του δένδρου. Το δένδρο χάρηκε πάρα πολύ και άρχισε να φουντώνει από τη χαρά του και να κάνει μεγαλύτερη σκιά στο παιδί. Ξαφνικά, η μπάλα κύλισε και μπήκε στην κουφάλα του δένδρου. Το παιδί έτρεξε γρήγορα να την αρπάξει. Μόλις μπήκε στην κουφάλα το δένδρο αποφάσισε να μιλήσει στο παιδί: «Εεεε με συγχωρείς, αλλά μήπως θα ήθελες να παίξουμε μήλα; Έχω πολύ καιρό να παίξω αυτό το παιχνίδι…» Το παιδί κοίταξε, δεξιά κοίταξε αριστερά, αλλά δεν έβλεπε κανέναν. «Ποιος είσαι;» ρώτησε το παιδί. «Εγώ είμαι, το δένδρο, θέλεις να φωνάξεις τις φίλες και τους φίλους σου για να παίξουμε;». Η μπάλα έπεσε από τα χέρια του παιδιού και το παιδί απάντησε όλο δισταγμό «Ναι. Μπορώ να τους φωνάξω…» Το δένδρο τότε άρπαξε τη μπάλα και είπε στο παιδί: «Υπάρχει κάτι το φανταστικό που οι άνθρωποι το έχουν ξεχάσει…» και με ένα ΠΑΑΑΦ η μπάλα μεταμορφώθηκε σε ένα ξύλινο αλογάκι… «Πώς το έκανες αυτό;» απόρησε το παιδί. «Η φαντασία είναι παντού γύρω μας…», αποκρίθηκε το δένδρο. Το παιδί χωρίς δεύτερη σκέψη, είπε στο δένδρο «Πάω αμέσως να φωνάξω τα άλλα παιδιά!» και άρχισε να τρέχει και να ανταγωνίζεται σε ταχύτητα τον αέρα που φυσούσε ακόμη τα καράβια.
Όταν επέστρεψε με τους φίλους του το δένδρο άρχισε να ξεδιπλώνει όλη τη σοφία και τη μαγεία που είχε μέσα του. Από εκείνη την ημέρα, το παιδί επισκεπτόταν συνεχώς το δένδρο μας και έβαζε τα παιχνίδια του στην κουφάλα του. Σκαρφάλωνε στα κλαδιά του μαζί με τους φίλους του και το δένδρο για χάρη τους μεταμορφωνόταν σε καράβι, κάστρο, αερόστατο, τρένο, δεινόσαυρο, σε κάθε λογής ζώο και σε ο,τι άλλο έπλαθε η φαντασία τους. Το δένδρο έβλεπε τα παιδιά να περνάνε όμορφα και χαιρόταν πολύ. Έτσι φούντωνε περισσότερο από περηφάνια και τα φύλλα του φούσκωναν ακόμα περισσότερο.
Τα παιδιά κάθονταν με τις ώρες στο δένδρο, στα κλαδιά, στον κορμό και στην κουφάλα του. Οι περαστικοί περνούσαν και τα κοιτούσαν όλο απορία να παίζουν, να φωνάζουν και να γελάνε γύρω από το γέρικο δένδρο. Αλλά μόνο τα ίδια τα παιδιά έβλεπαν με τη φαντασία τους όσα δε μπορούσαν να δουν και να κάνουν οι υπόλοιποι. Τα παιδιά παίζανε όλη μέρα, δημιουργούσαν με αυτόν τον τρόπο ένα σωρό παιχνίδια και ιστορίες, μέχρι που ο ήλιος έφευγε μέσα στον ορίζοντα και καταλάβαιναν ότι έφτανε η ώρα του αποχωρισμού.
Τα παιδιά μέρα με τη μέρα άφηναν όλο και περισσότερα παιχνίδια. Και μέρα με τη μέρα άκουγαν από το δένδρο όλες εκείνες τις ιστορίες που ήταν χαμένες εδώ και πολλά χρόνια και κανείς άλλος δεν τις είχε αναφέρει για αιώνες. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα σε όλη την πόλη και η παρέα των παιδιών γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Δε χόρταιναν το παιχνίδι και τις ιστορίες του δένδρου και καθόντουσαν μέρες και νύχτες ολόκληρες μέσα στην κουφάλα του.
Μία μέρα 4 από τα παιδιά αποφάσισαν να γυρίσουν για λίγο σπίτι τους και να ξεκουραστούν. Φεύγοντας συζητούσαν για τα σχέδια της επόμενης ημέρας. «Πού θα βρεθούμε;» ρώτησε το πρώτο παιδί. «Στο δένδρο μας!» αποκρίθηκε το άλλο. «Εννοείς στο σπίτι μας!» διόρθωσε το άλλο. «Μήπως να βρεθούμε στο Σπιτόδενδρο μας;» είπε το τέταρτο παιδί και κοίταξαν όλο ανυπομονησία το δένδρο που τους χαιρετούσε.
Έτσι το δένδρο μας απέκτησε όνομα. Και από τότε χαμογελούσε και έλεγε στον αέρα, στη βροχή και στον ήλιο όλες τις ιστορίες που άκουγε και το ίδιο από παιδιά. Κι αυτά κάθε μέρα επέστρεφαν εκεί. Στο ζεστό, φιλικό και μαγικό Σπιτόδενδρο, μια αγκαλιά για όλα τα παιδιά της γης.